- ἐμφυλλισμός
- ἐμφυλλισμόςengraftingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο … Dictionary of Greek
ἐμφυλλισμοῦ — ἐμφυλλισμός engrafting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμῷ — ἐμφυλλισμός engrafting masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλλισμόν — ἐμφυλλισμός engrafting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλλισις — ἐμφύλλισις, η (AM) ο εμφυλλισμός … Dictionary of Greek